- πεποιθώς
- πείθωpersuadeperf part act masc nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
AESYETES — vir ex cuius sepulchro ad Troiam exstructo speculabatur Polites, quod in navibus suis facerent Graeci. Homer. in Catalogo. Εἵσατο δὲ φθοτγην` ὗϊ Πριάμοιο Πολίτῃ, Ο῝ς Τρώων οκοπὸς ῖζε ποδωκέιῃϚι πεποιθὼς, Τύμβῳ ἐπ᾿ ἀκροτάτῳ Αἰσυήταο γέροντος,… … Hofmann J. Lexicon universale
LYNCEUS — I. LYNCEUS Apharei fil. unus ex Argonautis, tanta oculorum acie praeditus, ut ea per densos etiam quercetorum truncos, ac stipites atque adeo usque ad inferos vim suam expromeret. Orpheus in Argon. Λυγκέυς θ᾿ ὃς τήλιςτα δἰ αἰτέρος ἠδὲ θαλάςςης… … Hofmann J. Lexicon universale
TAYGETUS seu TAYGETA — TAYGETUS, seu TAYGETA pluralis numeri Portes, teste Nigrô mons Laconicae apud Eurotam fluv. et Spartam urbem Amyclis imminens, cuius bona pars, cum terrae moru corruisset, Spartanorum urbem oppressit. Cicer. l. 1. de Divin. Claudian. de Bello… … Hofmann J. Lexicon universale
άλαλκε — ἄλαλκε (Α) (γ΄ ενικό πρόσ. αορ. β΄) απομακρύνω απωθώ βλ. και ἀλέξω. [ΕΤΥΜΟΛ. Επικός και ποιητικός γενικότερα ρηματικός τ. (γ΄ ενικού πρόσ. και αορ. β΄) που σχηματίζεται από τη μονοσύλλαβη ρ. ἀλκ με αναδιπλασιασμό. Μεταπτωτική βαθμίδα τής ίδιας… … Dictionary of Greek
αλκί — ἀλκί (Α) ποιητικός τύπος δοτικής τού αλκή κατά μεταπλασμό «ἀλκὶ πεποιθώς», Ομ. Ε 299 έχοντας πεποίθηση στη δύναμή του. [ΕΤΥΜΟΛ. Τυπος ποιητικής δοτικής που συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα ἀλκ (βλ. και ἄλαλκε). ΠΑΡ. ἀλκή] … Dictionary of Greek
αλξ — ἄλξ, η (Α) υποθετική ονομαστική που εικάζεται από τον ομηρικό τύπο δοτικής ἀλκὶ* (πρβλ. ἀλκὶ πεποιθώς) … Dictionary of Greek
κομπός — Σύνδεση που γίνεται με σχοινιά από διάφορα υλικά, για να εμποδιστεί η χαλάρωση των σχοινιών, για να συνδεθούν ή να κοντύνουν διάφορα σχοινιά, για να σχηματιστούν τοπικά εξογκώματα ή για να προσδεθούν σε κάποιο αντικείμενο. Οι κ. έχουν διάφορα… … Dictionary of Greek
κραιπνός — κραιπνός, ή, όν (Α) 1. ορμητικός, ταχύς, γρήγορος («ποσὶ κραιπνοῑσι πεποιθώς», Ομ. Ιλ.) 2. μτφ. αυτός που επέρχεται γρήγορα, οξύς («κραιπνότερος μὲν γάρ τε νόος», Ομ. Ιλ.) 3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) κραιπνά ορμητικά, γρήγορα («κραιπνά...… … Dictionary of Greek
μεταπλασμός — ο (ΑΜ μεταπλασμός) [μεταπλάθω] 1. η μετάπλαση 2. γραμμ. ο σχηματισμός ονομάτων ή χρόνων τών ρημάτων από ανύπαρκτη ονομαστική ή από ανύπαρκτο ενεστώτα, π.χ. ἀλκὶ πεποιθώς (δοτ. ἀλκὶ από ανύπαρκτη ονομαστική ἄλξ*) με σιγουριά για την αλκή του, τη… … Dictionary of Greek
πεποιθότως — Α επίρρ. 1. με βεβαιότητα, με πεποίθηση 2. πειστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεποιθώς, ότος, μτχ. ενεργ. παρακμ. τού πείθω] … Dictionary of Greek